ἀδιαφθορία

ἀδιαφθορία
ἀ-δια-φθορία, Unverdorbenheit, Unverfälschtheit, Reinheit

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδιαφθορία — η (Μ ἀδιαφθορία) [ἀδιάφθορος] έλλειψη διαφθοράς, ηθική ακεραιότητα, αγνότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαφθορίαν — ἀδιαφθορίᾱν , ἀδιαφθορία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάφθορος — η, ο (Α ἀδιάφθορος, ον) 1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας») 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί 3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφθαρσία — η [αδιάφθαρτος] η αδιαφθορία* …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԵՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0139 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ἁφθαρσία, ἁδιαφθορία status incorruptus Անեղծն գոլ. անեղծ վիճակ. անապականութիւն. մշտնջենաւորութիւն. անմահութիւն. անփոփոխութիւն. եւ անարատութիւն. անկեղծութիւն. ... *Աստուած հաստատեաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”